- μενχίρ
- (menhir). Όρος της βρετονικής που σημαίνει μακρός λίθος και χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ένα είδος προϊστορικού μνημείου αρκετά διαδεδομένου στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Μεγάλη Βρετανία και γενικά σε όλες τις μεσογειακές περιοχές που εισέρχονται στη σφαίρα των μεγαλιθικών πολιτισμών της χαλκολιθικής περιόδου (Κορσική, Σαρδηνία, Απουλία, βόρεια Αφρική, Συρία, Παλαιστίνη). Τα μνημεία αυτά αποτελούνται από μεγάλους λίθους ποικίλου σχήματος (κυλινδρικού, κωνικού, ατρακτοειδούς, παραλληλεπιπέδου), ακατέργαστους, στερεωμένους στο έδαφος· το ύψος τους είναι ποικίλο, αρχίζοντας από το 1 μ. και καταλήγοντας μέχρι 20 μ. Τα μ. είχαν προφανώς θρησκευτική σημασία, την οποία και διατήρησαν προσαρμοσμένη στις νέες λατρείες των μεταγενέστερων περιόδων, τη ρωμαϊκή, τη βαρβαρική και τη χριστιανική. Με αυτούς σχετίζονται τα ονομαζόμενα αγάλματα-μενχίρ (statue menhir) που αποτελούνται από ένα είδος στήλης χονδροειδώς κατασκευασμένης σε σχήμα ανθρώπινης μορφής (ανδρικής ή γυναικείας) και πιθανότατα αποτελούσαν ταφικά μνημεία· αυτά τα αγάλματα-μενχίρ υπήρξαν αρκετά διαδεδομένα στη Σαρδηνία, στην Κορσική, στον Άνω Αδίγη. Το μοναδικό μ. στην Ελλάδα ανάγεται στην προμυκηναϊκή εποχή και έχει βρεθεί στη Σουφλί-Μαγούλα, κοντά στη Λάρισα.
Το μενχίρ του Φορ ντε λα Λατ στη Γαλλία.
* * *τομεγαλιθικό μνημείο κατασκευασμένο από όρθιο λίθο, για σκοπούς, κατά πάσαν πιθανότητα, αναμνηστικούς ή λατρευτικούς.
Dictionary of Greek. 2013.